- τριδάκτυλος,
- τρι-δάκτυλος, u. τρι-δακτυλιαῖος, (1) von drei Fingern, dreifingerig; (2) drei Finger lang, breit
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τριδάκτυλος — three fingered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριδάκτυλος — η, ο / τριδάκτυλος, ον ΝΑ, και τριδάχτυλος, η, ον, Ν αυτός που έχει τρία δάχτυλα νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο τριδάκτυλος ζωολ. γένος μικρόσωμων γρύλλων, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας τριδακτυλίδες, που περιλαμβάνει 60 περίπου είδη τα οποία… … Dictionary of Greek
τριδάκτυλον — τριδάκτυλος three fingered masc/fem acc sg τριδάκτυλος three fingered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριδακτύλους — τριδάκτυλος three fingered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριδακτύλων — τριδάκτυλος three fingered masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριδάκτυλα — τριδάκτυλος three fingered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριδάκτυλοι — τριδάκτυλος three fingered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύποδες — Οικογένεια νωδών (δηλαδή χωρίς δόντια) θηλαστικών. Αποτελείται από δύο μόνο γένη που περιλαμβάνουν διάφορα είδη, τα οποία έχουν κοινά χαρακτηριστικά: εξαιρετική βραδύτητα στις κινήσεις και απουσία κοπτήρων και κυνοδόντων. Στο πρώτο γένος ανήκει ο … Dictionary of Greek
μυρμηκοφάγος — Κοινή ονομασία θηλαστικών της οικογένειας των μυρμηκοφαγιδών, της τάξης των νωδών. Ο τριδάκτυλος ή χαιτοφόρος μ. (myrmecophaga tridactyla ή jubata), που ζει στην Κεντρική και Νότια Αμερική, μπορεί να φτάσει σε μήκος 2,5 μ. και βάρος 45 περίπου… … Dictionary of Greek
σκίγκος — (scincus). Φολιδωτό ερπετό της οικογένειας των Σκιγκιδών, της υπόταξης των σαυροειδών. Ζει στις ερημικές ζώνες της νοτιοδυτικής Ασίας και της Β. Αφρικής. Στο γένος χαλκίδης της ίδιας οικογένειας ανήκουν ο χαλκίδης ο τριδάκτυλος, συνολικού μήκους… … Dictionary of Greek
τριδακτυλίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια εντόμων τής οποίας τυπικός εκπρόσωπος είναι ο τριδάκτυλος … Dictionary of Greek